Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχαστικός, επίθ.
-
- α) Ήσυχος· ειρηνικός:
- ειρηνεμένην και ησυχαστικήν ζωήν (Χριστ. διδασκ. 159)·
- β) προσεκτικός:
- ακρόασ’ ησυχαστική, παρακαλώ σε, δώσ’ μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [960]).
[μτγν. επίθ. ησυχαστικός. Η λ. και σήμ. θρησκ.]
- α) Ήσυχος· ειρηνικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχαστικός -ή -ό [isixastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ησυχαστές ή στον ησυχασμό: Hσυχαστική κίνηση.
[λόγ. < μσν. ησυχαστικός < ησυχαστ(ής) -ικός (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἡσυχαστικός `καταπραϋντικός (για μουσική)΄)]



