Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ησυχαστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ησυχαστικά, επίρρ.
  • Ήσυχα· ειρηνικά:
    • όλοι ησυχαστικά με καθαρήν συνείδηση να ζήσουν (Χριστ. διδασκ. 383).

[<επίθ. ησυχαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες