Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ησκιοδροσερός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ησκιοδροσερός, επίθ.
  • Που έχει ήσκιο και δροσιά:
    • Ούδ’ είχ’ αλλάξει την θωριάν (ενν. του δάσους) την ησκιοδροσερήν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [781]).

[<ουσ. ήσκιος + επίθ. δροσερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες