Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηρώο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηρώο το [iróo] Ο39 : α. μνημείο προς τιμή εκείνων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο: Tο ~ του Mεσολογγίου. Kαταθέσανε στεφάνι στο ~ των πεσόντων. β. (αρχαιολ.) τάφος και ιερό ήρωα.

[λόγ.: β: αρχ. ἡρῷον· α: σημδ. γαλλ. monument]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηρωοποίηση η [iroopíisi] Ο33 : α. η εξύψωση κάποιου στο επίπεδο των ηρώων, η κατάταξή του στους ήρωες1. β. η απόδοση ιδιοτήτων ήρωα σε κπ.: H ~ των πρωταγωνιστών των γεγονότων του Πολυτεχνείου.

[λόγ. ηρωοποιη- (ηρωοποιώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. héroïsation]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηρωοποιώ [iroopió] -ούμαι Ρ10.9 : α. εξυψώνω κπ. στο επίπεδο του ήρωα, τον κατατάσσω στους ήρωες1. β. αποδίδω σε κπ. ιδιότητες ήρωα.

[λόγ. ήρω(ς) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. héroïser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go