Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηρωοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηρωοποιώ [iroopió] -ούμαι Ρ10.9 : α. εξυψώνω κπ. στο επίπεδο του ήρωα, τον κατατάσσω στους ήρωες1. β. αποδίδω σε κπ. ιδιότητες ήρωα.

[λόγ. ήρω(ς) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. héroïser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go