Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηνίοχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηνίοχος ο [iníoxos] Ο20α : οδηγός αρχαίου άρματος. || Ο Hνίοχος των Δελφών, περίφημο χάλκινο άγαλμα του 5ου π.X. αι.

[λόγ. < αρχ. ἡνίοχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go