Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ημισφαίριο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημισφαίριο το [imisfério] Ο40 : 1. καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία διαιρεί τη σφαίρα κάθε επίπεδο που διέρχεται από το κέντρο της. || το μισό της γήινης σφαίρας: Ο πρώτος μεσημβρινός χωρίζει τη γη σε ανατολικό και δυτικό ~. 2. (μτφ.) το καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται ένα σώμα που έχει το σχήμα σφαίρας ή μοιάζει με σφαίρα: Tα ημισφαίρια του εγκεφάλου.

[λόγ. < αρχ. ἡμισφαίριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ημισφαίριον το.
  • Ημισφαίριο:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 827).

[αρχ. ουσ. ημισφαίριον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go