Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημιαργία η [imiarjía] Ο25 : ημέρα εργάσιμη, κατά την οποία, εξαιτίας γιορτής ή σημαντικού γεγονότος, έχει καθιερωθεί επίσημα μείωση των ωρών εργασίας, χωρίς αντίστοιχη μείωση της αμοιβής.
[λόγ. ημι- + αργία]



