Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημιαγωγός ο [imiaγoγós] Ο17 : μη μεταλλικό στερεό σώμα με μικρή ηλεκτρική αγωγιμότητα, ενδιάμεση μεταξύ των μετάλλων, που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, και των μονωτών.
[λόγ. ημι- + αγωγός μτφρδ. αγγλ. semiconductor]



