Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημεραργία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημεραργία η [imerarjía] Ο25 : ημέρα αργίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος παίρνει επαυξημένο ημερομίσθιο.

[λόγ. ημερ(ο)- + αργία ή ημέρ(α) αργία(ς) (σφαλερή δημιουργία) μτφρδ.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες