Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ημίψηλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ημίψηλο το [imípsilo] Ο41 : επίσημο καπέλο, ψηλό και κυλινδρικό.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ημύψηλος (ενν. πίλος `καπέλο΄) < ημ(ι)- + υψηλός, κατά το αρχ. ὑπερύψηλος `πολύ ψηλός΄ και το μσν. πανύψηλος, σφαλερή δημιουργία αντί “ημιύψηλος” (γραφή ημίψηλος κατά τα άλλα από ημι-) και αλλ. σε ουδ. ημίψηλον (ενν. καπέλο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go