Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ημίμετρο το [imímetro] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : οι ενέργειες που γίνονται για την επίτευξη ενός στόχου, που όμως χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές: Mε ημίμετρα δε διορθώνεται η κατάσταση.
[λόγ. ημι- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. demi-mesure (διαφ. το μσν. ημίμετρον `μισός κάδος΄ ως μέτρο χωρητικότητας)]



