Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηλιοσκόπιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλιοσκόπιο το [ilioskópio] Ο40 : όργανο που μειώνει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του ηλιακού φωτός, όταν πρόκειται να γίνουν παρατηρήσεις.

[λόγ. < γερμ. Helioskop < helio- = ηλιο- + -skop = -σκόπιον (διαφ. το ελνστ. ἡλιοσκόπιος `φυτό συγγενικό του ηλιοτρόπιου΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go