Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιογέννητος, επίθ.
-
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- Κοράσιον ηλιογέννητον (Λίβ. Sc. 825).
[<ουσ. ήλιος + γεννώ]
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:



