Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλικιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ηλικιώ ‑ώνω.
  • I. (Ενεργ., μτβ.) μεγαλώνω, ανατρέφω (παιδιά):
    • (Φαλιέρ., Λόγ. 292).
  • II. (Μέσ.) ενηλικιώνομαι:
    • εγεννήθην ο βασιλεύς … και ηυξήνθην και ηλικιώθην (Σπανός A 174-5).

[<ουσ. ηλικία + κατάλ. ώ/‑ώνω. Το μέσ. (ούμαι) το 12. αι. (Trapp 1985: 160) και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλικιωμένος -η -ο [ilikioménos] Ε3 : άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, συνήθ. ανάμεσα στα εξήντα και εβδομήντα· (πρβ. γέρος): Είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα. || στη θέση του γέρος, για πιο ευγενική διατύπωση: Nα προσφέρετε τις θέσεις σας στα ηλικιωμένα άτομα. || (ως ουσ.) ο ηλικιωμένος, θηλ. ηλικιωμένη: Θέσεις για ηλικιωμένους και αναπήρους.

[λόγ. μππ. του μσν. ηλικιώνω < ηλικί(α) -ώνω `φτάνω σε ώριμη ηλικία΄ & σημδ. γαλλ. âgé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες