Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηλεκτρόδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλεκτρόδιο το [ilektróδio] Ο42 : αγωγός για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος: Tο ~ που επικοινωνεί με το θετικό πόλο ονομάζεται άνοδος, το ~ που επικοινωνεί με τον αρνητικό πόλο ονομάζεται κάθοδος. || (ιατρ.) το άκρο ενός ηλεκτροφόρου σύρματος, με το οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε κάποιο μέρος του σώματος.

[λόγ. < αγλλ. electrode < electr(o)- = ηλεκτρ(ο)- + -ode < αρχ. ὁδ(ός) -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go