Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλεκτροφωτισμός ο [ilektrofotizmós] Ο17 : εγκατάσταση δικτύου για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ο φωτισμός με ηλεκτρικό ρεύμα: Ολοκληρώθηκε ο ~ των κεντρικών δρόμων. Προβλέπεται ο ~ του πεζόδρομου με χαμηλά φώτα.
[λόγ. ηλεκτρο- + φωτισμός]