Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλίανθος ο [ilíanθos] Ο20 : φυτό με ισχυρό στέλεχος και μεγάλα κίτρινα λουλούδια· ήλιος 2: Ο ~ καλλιεργείται κυρίως για το λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του.
[λόγ. < νλατ. helianth(us) -ος < λατ. helianthes < ελνστ. *ἡλιανθές `ηλιοτρόπιο΄]



