Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλέκτριση η [iléktrisi] Ο33 : εμφάνιση ή ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων σε κάποιο σώμα· η φόρτιση ενός σώματος με ηλεκτρισμό.
[λόγ. ηλεκτρι- (ηλεκτρίζω) -σις > -ση]



