Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικοποίηση η [iθikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηθικοποιώ, η διάπλαση, η διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα: Θεωρούν την τέχνη μέσο ηθικοποίησης.
[λόγ. ηθικο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. morali sation]



