Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικολογία η [iθikolojía] Ο25 : άποψη διακηρυγμένη συνήθ. με ζήλο, πάθος και στενό πνεύμα, για το τι είναι καλό ή κακό σύμφωνα με την τρέχουσα ηθική: Άφησε τώρα τις ηθικολογίες.
[λόγ. ηθικο- + -λογία απόδ. (παλαιότερη σημ.: `σύστημα φιλοσοφικής ηθικής΄) γαλλ. moralisation]



