Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηδονικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ηδονικός, επίθ.· ’δονικός.
  • α) Που προκαλεί ηδονή· γλυκός, ευχάριστος:
    • ο άνεμος … ολόγλυκος κι ηδονικός του φαίνετον (Θησ. Δ´ [326]
  • β) ωραίος, γοητευτικός:
    • εμπήκες αγαπητικός ηδονικός στην μέση (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [426]).

[αρχ. επίθ. ηδονικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηδονικός -ή -ό [iδonikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, που έχει σχέση με την ηδονή, που προκαλεί ηδονή: Hδονικό αίσθημα. Hδονικά χείλη. Hδονικά μυρωδικά. ηδονικά ΕΠIΡΡ με τρόπο που δείχνει μεγάλη ευχαρίστηση: Ρουφούσε ~ τον καφέ του, καθισμένος στη λιακάδα.

[λόγ. < αρχ. ἡδονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες