Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ηγουμένισσα η· ’γουμένισσα.
-
- Ηγουμένη:
- ’γούμενοι και ’γουμένισσες (Διακρούσ. 9430).
[<ουσ. ηγουμένη αναλογ. προς τα ουσ. σε ‑ισσα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. και ως τοπων. Η λ. τον 6. αι.]
- Ηγουμένη:



