Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηγουμένη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ηγουμένη η· ’γουμένη.
  • 1) Ηγουμένη:
    • καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες! (Ανακάλ. 74).
  • 2) Αρχόντισσα, βασίλισσα:
    • αρσενικό ’ναι το παιδί (ενν. της Ολυμπιάδος), λέγει, κυρά ’γουμένη (Αλεξ. 131).

[μτγν. ουσ. ηγουμένη. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go