Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζύγιασμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζύγιασμα το [zíjazma] Ο49 : 1. (προφ.) ζύγισμα. 2. (μτφ.) ακριβής υπολογισμός ενεργειών και των συνεπειών τους: Mη βιάζεσαι να αποφασίσεις· θέλει ~ η υπόθεση.

[ζυγιασ- (ζυγιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζύγιασμα το.
  • Ζύγισμα:
    • μη κάμετε άδικο … εις το ζύγιασμα (Πεντ. Λευιτ. XIX 35).

[<αόρ. του ζυγιάζω + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες