Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωστήρας ο [zostíras] Ο2 : I. αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη· ζωνάρι, λουρίδα, ζωστήρα. II. (ιατρ.) έρπης ~, είδος δερματικής εξανθηματικής ασθένειας, έρπητας.
[I: ελνστ. ζωστήρ, αιτ. -ῆρα, αρχ. σημ.: `ζώνη πολεμιστή΄· II: λόγ. < νλατ. herpes zoster < λατ. herpes zoster < ελνστ. *ἕρπης ζωστήρ (πρβ. και μσν. ζωστήρ, ίδ. σημ.)]



