Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοτροφία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζωοτροφία η· ζωοθροφία· ζωοτροφιά.
  • 1) «Τα προς το ζην», τα μέσα συντήρησης του ανθρώπου:
    • δώνει (ενν. ο αυθέντης) τρία χωριά να έχουσι διά ζωοτροφίαν (Μαρκάδ. 733).
  • 2) Συσσίτιο:
    • όσοι τους σπουδάζουσιν να ’χουν ζωοτροφίαν (Ιστ. Βλαχ. 2173).
  • 3) Ανεφοδιασμός:
    • τους εσφαλίσαν και ουδεμία ζωοτροφιά νά μπει ουδέν αφήκαν (Κορων., Μπούας 28).
  • 4) Τροφή, τρόφιμα:
    • Στην κόλασιν θα κατοικούν (ενν. ’λέφαντες, κλπ.), να ’χουν ζωοτροφίες εκείνους τους αμαρτωλούς (Τζάνε, Κατάν. 483).

[αρχ. ουσ. ζωοτροφία. Ο τ. ζωοθροφία και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες