Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωομορφισμός ο [zoomorfizmós] Ο17 : (θρησκειολ.) θρησκευτική αντίληψη κατά την οποία το θείο νοείται και λατρεύεται με μορφή ζώου· (πρβ. ζωοθεϊσμός, ζωολατρία).
[λόγ. < διεθ. zoo- = ζωο- 1 + morphism < αρχ. μορφ(ή) -isme = -ισμός (π.χ. γαλλ. zoomorphisme)]



