Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζωοκόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοκόμος ο [zookómos] Ο18 : αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη ζωοκομία.

[λόγ. ζωο- 1 + -κόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go