Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωογόνος -α / -ος -ο [zooγónos] Ε14 : α. που δίνει ζωή: Οι ζωογόνες δυνάμεις της φύσης. || που προκαλεί ένα συναίσθημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ευφορίας: Zωογόνο αεράκι. H ζωογόνα πνοή της άνοιξης. β. (μτφ.) που ενισχύει τις ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου: Zωογόνα πίστη / δύναμη.
[λόγ. < ελνστ. ζωογόνος (< ζωή)]



