Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζωντόβολο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωντόβολο το [zondóvolo] Ο41 : 1. (λαϊκότρ.) για μεγάλο οικιακό ζώο, από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του (βόδι, άλογο, γαϊδούρι): Άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλα σε ζωντόβολα. || γενικά για οποιοδήποτε ζώο. 2. ως μειωτικός και συνήθ. περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου· κουτός, άξεστος, ζώο.

[μσν. ζωντόβολον από τον πληθ. ζωντόβολα < ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + -βολα, ουδ. πληθ. του -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωντόβολον το· ζωντόβολο.
  • α) (Περιληπτ.) το σύνολο των κατοικίδιων ζώων κάπ.:
    • ιδού δαρμός του Κύριου γένεται εις το ζωντόβολό σου (Πεντ. Έξ. IX 3
  • β) κατοικίδιο ζώο:
    • ζωντόβολα … να θυσιάσεις στον Θεόν (Χούμνου, Κοσμογ. 734).

[<μτχ. ζων + βολον. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Du Cange]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go