Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωνάριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζωνάριον το· ζουνάρι· ζωνάρι· ζωνάριν.
  • Ζώνη:
    • ολόχρουσο ζωνάρι (Ροδολ. Β´ 252).

[μτγν. ουσ. ζωνάριον. Ο τ. ζωνάρι στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες