Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωνάριον το· ζουνάρι· ζωνάρι· ζωνάριν.
-
- Ζώνη:
- ολόχρουσο ζωνάρι (Ροδολ. Β´ 252).
[μτγν. ουσ. ζωνάριον. Ο τ. ζωνάρι στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ζώνη:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. ζωνάριον. Ο τ. ζωνάρι στο Βλάχ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |