Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζωηράδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωηράδα η [zoiráδa] Ο26 : η ιδιότητα και το γνώρισμα του ζωηρού· ζωντάνια, ζωηρότητα: Όλο ομορφιά και ~. Είχε πια χάσει τη ~ της νιότης της.

[ζωηρ(ός) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go