Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωέμπορος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωέμπορος ο [zoémboros] Ο20α & (προφ.) ζωέμπορας ο [zoémboras] Ο5 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ζωεμπόριο.

[λόγ. ζω(ο)- 1 + έμπορος μτφρδ. γερμ. Viehhändler ή γαλλ. marchand de bétail· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες