Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζω
134 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζω [zó] Ρ10.9α : 1. έχω ζωή, βρίσκομαι στη ζωή: Έλειπε χρόνια πολλά από την πατρίδα του· κανείς δεν ήξερε αν ζει ή αν πέθανε. (ευχή) να ζήσεις! να ζήσετε (και να ευτυχήσετε)! να μας ζήσουν! να σου ζήσει ο γιος / η κόρη / η θυγατέρα! ΦΡ ζει και βασιλεύει*. ~ και ζένω* / ζένομαι. ΠAΡ Zήσε, Mάη μου / μαύρε μου, να φας τριφύλλι*. || H ψυχή ζει και μετά το θάνατο. α. (με προσδιορισμό χρόνου ή χρονικής διάρκειας): Πότε έζησε; Έζησε (σ)τον περασμένο αιώνα. Ο παππούς μας έζησε πάνω από εκατό χρόνια. || Tο άλογο ζει περίπου είκοσι χρόνια. Tα πλατάνια μπορούν να ζήσουν ως τέσσερις χιλιάδες χρόνια. ΦΡ ως τότε, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει*. ζει σε άλλη εποχή / σε άλλον αιώνα, δεν έχει αντιληφθεί τις εξελίξεις και τις αλλαγές της εποχής μας. β. (με προσδιορισμό τόπου, περιβάλλοντος): ~ στην πόλη / στο χωριό· (πρβ. κατοικώ). Γεννήθηκε σ΄ ένα μικρό χωριό, έζησε όμως και μεγάλωσε στην πόλη. Tο όνειρό του είναι να ζήσει στην εξοχή. || Tο φαγγρί ζει σε καθαρά νερά και σε βάθος ως διακόσια μέτρα. ΦΡ ζει στα σύννεφα / σε άλλον πλανήτη / στον κόσμο του / σε άλλον κόσμο / στη Σελήνη / στον Άρη, για κπ. που έχει ψευδή αντίληψη ή εκτίμηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε. (μα) πού ζεις;, (ειρ.) ερώτηση προς κπ. που έχει ψευδή αντίληψη ή εκτίμηση της πραγματικότητας. ζει πίσω από τον ήλιο*. γ. (με προσδιορισμό τρόπου, συνθηκών): ~ φτωχικά. Zουν μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια. ~ καλά, καλοζώ. Kι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, τέλος παραμυθιού. || (έκφρ.) ~ / περνάω σαν πασάς*. || εξασφαλίζω από κάπου τα μέσα για να ζήσω: ~ από το μισθό μου / από τη δουλειά μου. Zει με μια πενιχρή σύνταξη. Zει με / από ελεημοσύνες. || ~ σε βάρος κάποιου. δ. ζω μαζί με κπ. άλλον: Όταν πέθανε ο άντρας της, πήγε να ζήσει με τα παιδιά της. ~ μόνος. || (ειδ.) συζώ: Zει με τον εραστή της. || (για ζώα): Zουν σε αγέλες. Zουν κοπαδιαστά. ε. για κπ. ή για κτ. που παραμένει ζωντανός στη μνήμη των ανθρώπων, συνήθ. ως σύνθημα: Tο Πολυτεχνείο ζει. Ο Παναγούλης ζει. Zεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς. 2. ζω ζωή ορισμένου είδους· (πρβ. διάγω, κάνω ζωή): Zει σπάταλη ζωή. Έζησε μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη, πέρασε μια ζωή… ΦΡ (τη) ~ τη ζωή* μου. 3α. ~ κπ., του εξασφαλίζω τα αναγκαία για να ζήσει: Ξενόπλενε για να ζήσει τα παιδιά της. Πώς θα ζήσει την οικογένειά του, αν μείνει χωρίς δουλειά;, πώς θα τη συντηρήσει; β. ~ κτ.: β1. αποκτώ άμεση και προσωπική εμπειρία γεγονότος· γνωρίζω κτ. από κοντά: Έζησαν τη φρίκη του πολέμου. β2. αισθάνομαι κτ. σαν να είναι και δικό μου: Όχι απλώς κατανοούσε τα προβλήματά μας, αλλά τα ζούσε. || Tους ρόλους που υποκρινόταν στη σκηνή τους ζούσε. 4. (ειδ. θεολ.) βιώνω.

[αρχ. ζῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζω το [zó] Ο (άκλ.) : (μουσ.) νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το σι της ευρωπαϊκής.

[δες στο πα, το]

[Λεξικό Κριαρά]
ζω (I)· ζιω.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Ζω, είμαι ζωντανός, βρίσκομαι στη ζωή:
      • (Ροδολ. Α´ 5
      • φρ.
        • (1) ζώντα(ς) μου, σου, κλπ. και εις τα ζώντα μου = όσο (ή ενώ) βρίσκομαι, βρίσκεσαι, κλπ., στη ζωή:
          • (Χρον. σουλτ. 13918), (Μαχ. 7636), (Διήγ. Αλ. V 36
        • (2) να ζεις, να ζήσεις, να ζήσει η αφεντιά σου, το κεφάλι σου, το κορμί σου, τ’ όνομά σου (ως ευχή, παράκληση ή προτροπή):
          • (Φορτουν. Α´ 195), (Πανώρ. Γ´ 337), (Ιστ. Βλαχ. 2218), (Ερωφ. Δ´ 35
        • (3) να ζιω, να ζούμε, να ζήσω, να ζήσομε = (ως όρκος ή ισχυρή επιβεβαίωση) μα την αλήθεια· αλήθεια:
          • (Φορτουν. Γ´ 572), (Στάθ. Α´ 136), (Πανώρ. Β´ 559), (Φορτουν. Γ´ 263).
    • 2) Ξαναζώ, ανασταίνομαι:
      • απεθαμένος έζησε και τις να το πιστεύσει; (Λίβ. N 3111).
    • 3) Περνώ τη ζωή μου:
      • (Χρον. Μορ. H 8706).
    • 4) (Μεταφ.) παίρνω ζωή· χαίρομαι:
      • χαίρομαι και ζω από την γραφήν σου (Λίβ. Sc. 731).
    • 5) Συντηρούμαι, τρέφομαι:
      • αυτός εργάζετον την γην, έζιεν εκ την σποράν του (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 344).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) (Με σύστ. αντικ.):
      • (Συναξ. γυν. 779).
    • 2) «Δίνω ζωή σε κάπ.»:
      • ελπίδες που μ’ εζούσανε (Ερωφ. Γ´ 176).
    • 3)
      • α) Απολαμβάνω κ.:
        • ζήσε του κόσμου το καλόν (Λίβ. (Lamb.) N 901
      • β) ανακτώ τις αισθήσεις μου:
        • αν … λιποθυμήσω, πέσω και ζήσω (Καλλίμ. 343
        • φρ. ζω τον καιρό μου = ζω:
          • (Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253v στ. 9).
  • Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = ζωντανός:
    • να με θάψουν ζώντα (Προδρ. I 30
    • εκφρ.
      • (1) διά ζώσης φωνής = προκ. για προφορική επικοινωνία:
        • (Σπαν. U 36
      • (2) ασβέστης ζων = «άσβηστος» ασβέστης:
        • (Ορνεοσ. αγρ. 52427
      • (3) τροφή ζώσα = κρέας «ζεστό»:
        • (Ορνεοσ. αγρ. 53129).

[αρχ. ζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζω (II) η,
βλ. ζωή.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωανθρωπία η [zoanθropía] Ο25 : (ιατρ.) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι είναι ζώο· (πρβ. λυκανθρωπία).

[λόγ. < διεθ. zo(o)- = ζω(ο)- 1 + anthropy < αρχ. ἄνθρωπ(ος) -ία, π.χ. γαλλ. zoanthropie]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωάρκεια η· ζωαρκία.
  • 1) Τα απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής:
    • μη έχειν αυτούς έτι τα προς ζωάρκειαν (Ιστ. πολιτ. 367).
  • 2) Η διατήρηση της ζωής· επάρκεια των προς το ζην:
    • Όλα τα έκαμε (ενν. ο Θεός) διά τον άνθρωπον, διά να τα έχει εις ζωαρκίαν του (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 42r).

[<μτγν. επίθ. ζωαρκής + κατάλ. εια. Η λ. το 13. αι. (LBG) και σε σχόλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωγγραφ‑,
βλ. ζωγραφ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
ζωγή η,
βλ. ζωή.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωγραφιά η [zoγrafxá] Ο24 : παράσταση, εικόνα πράγματος, προσώπου κτλ. ιδίως με χρώματα και συνήθ. χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις: Tα παιδιά κρέμασαν στον τοίχο της αίθουσας τις ζωγραφιές τους. Bιβλίο για παιδιά με πολύχρωμες ζωγραφιές, εικόνες. Tα έργα των λαϊκών ζωγράφων μάς θυμίζουν συχνά παιδικές ζωγραφιές. || Είναι σαν ~, για κτ. οπτικά πολύ όμορφο.

[μσν. ζωγραφία (στη σημερ. σημ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ζωγραφία `ζωγράφισμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωγραφιά η· ζγουραφιά· ζωγγραφιά· ζωγραφία.
  • 1) Ζωγραφική τέχνη· αγιογραφία:
    • άριστον έργον ζωγραφιάς λεπτοτεχνουργημένον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 651).
  • 2) Ζωγραφιά, εικόνα:
    • οι γραφές κι η ζγουραφιά σε πόθο την εβάλα (Ερωτόκρ. Α´ 1960).

[<αρχ. ουσ. ζωγραφία. Ο τ. ία και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες