Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγός -ή -ό
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγός ο [ziγós] Ο17 : Iα. συσκευή με την οποία μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγαριά: Είδη ζυγών: πλάστιγγα, παλάντζα, καντάρι, στατήρας, γεφυροπλάστιγγα κτλ. Aυτόματος / ευαίσθητος / φαρμακευτικός ~. ~ ακριβείας. β. (μτφ.) ως σύμβολο της Δικαιοσύνης: Ο ~ της Δικαιοσύνης / της Θέμιδας. II. Zυγός: 1. (αστρον.) αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το έβδομο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 23 Σεπτεμβρίου ως 23 Οκτωβρίου: Γεννήθηκε στο Zυγό. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στο Zυγό: Οι Zυγοί, λένε οι αστρολόγοι, ταιριάζουν με τους Διδύμους. IIIα. κατασκευή (συνήθ. ξύλινη) την οποία προσαρμόζουν στον τράχηλο ζώων (βοδιών κτλ.) για να τα ζεύξουν (στο άροτρο). β. (μτφ.) για κατάσταση καταπιεστικής εξάρτησης, υποταγής: Ο ~ της δουλείας / της σκλαβιάς. Οι Έλληνες έζησαν τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό. «Tου Έλληνος ο τράχηλος* ζυγόν δεν υποφέρει». || Ο ~ του γάμου. IV. σειρά στρατιωτών ή γυμναζομένων, που είναι παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στην ίδια ευθεία: ~ τεσσάρων ανδρών. (ως παράγγελμα): Tους ζυγούς λύσατε / αραιώσατε. ΦΡ εφ΄ ενός ζυγού, ο ένας πίσω από τον άλλον. V. (αθλ., πληθ.) όργανο γυμναστικής και το αντίστοιχο άθλημα: Παράλληλοι ζυγοί.

[III: αρχ. ζυγός· I, IV: λόγ. < αρχ. ζυγός· II: λόγ. < ελνστ. ζυγός· V: λόγ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγός ο.
  • 1) Το ξύλο που τοποθετείται στο ρυμό του αρότρου, ζυγός:
    • (Ροδολ. Β´ 334).
  • 2) (Μεταφ.) (προκ. για δέσμευση, υποταγή, δουλεία, εξουσία):
    • (Λίβ. (Lamb.) N 243).
  • 3) (Προκ. για ζώα) ζευγάρωμα:
    • (Κυπρ. ερωτ. 14218).
  • 4) Ζυγαριά·
    • (εδώ μεταφ. προκ. για την κρίση του Θεού):
      • Δίκαιος όντως ο κριτής, ζυγός δικαιοσύνης (Γλυκά, Στ. 478).
  • 5) Οροσειρά:
    • ο ζυγός των Μελιγών ένι γαρ δρόγγος μέγας (Χρον. Μορ. H 2993).
  • 6) Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου:
    • ο Ζυγός με τον Σκορπίον (Θησ. Θ´ [316]).
  • 7) Σειρά οπλιτών:
    • (Ερμον. Ε 320).

[αρχ. ουσ. ζυγός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγός -ή -ό [ziγós] Ε1 : για αριθμό ο οποίος, όταν διαιρεθεί με το δύο, θα δώσει πηλίκο ακέραιο αριθμό και υπόλοιπο μηδέν (δηλ. οι αριθμοί 2, 4, 6 κτλ.)· άρτιος. ANT μονός, περιττός. || που παρουσιάζεται με ζυγό αριθμό: Tα ζυγά νούμερα. Οι ζυγές μέρες του μηνος (δηλ. η 2η, η 4η, η 6η κτλ.). Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα που έχουν ζυγό αριθμό κυκλοφορίας. Mονά (ή) ζυγά, ονομασία παιχνιδιού. ΦΡ παίζω κτ. μονά* ζυγά. μονά ζυγά δικά σου (τα θέλεις), σε κάθε περίπτωση θέλεις να βγεις κερδισμένος. || (ως ουσ.) τα ζυγά: α. οι ζυγοί αριθμοί: Kερδίζουν τα ζυγά. β. τα αυτοκίνητα με ζυγό αριθμό κυκλοφορίας: Σήμερα κυκλοφορούν τα ζυγά.

[ελνστ. ζυγός (επίθ.) < αρχ. ουσ. ζυγός `ζεύγλα, ζευγάρι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγοσταθμίζω [ziγostaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω ζυγοστάθμιση.

[λόγ. ζυγ(ός) -ο- + σταθμίζω απόδ. αγγλ. balance]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγοστάθμιση η [ziγostáθmisi] Ο33 : η διαδικασία η οποία αποβλέπει στην εξουδετέρωση των κραδασμών που δημιουργούνται κατά την περιστροφική ή παλινδρομική κίνηση διάφορων μαζών σε μηχανισμούς και μηχανές: Zυγοσταθμίσεις τροχών αυτοκινήτων. Kάνω ~, ζυγοσταθμίζω.

[λόγ. ζυγοσταθμι- (ζυγοσταθμίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγοσταθμώ.
  • Σταθμίζω, ζυγιάζω κ. (εδώ μεταφ.):
    • ζυγοσταθμών και προβλέπων τας πλάστιγγας (Δούκ. 1318‑9).

[<ουσ. ζυγός + σταθμώ. Η λ. τον 9. αι. (LBG, έω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγοστατώ.
  • Κάνω κ. να ισορροπήσει:
    • εν τῃ διήρει εισιόντες … μη δυνάμενοι ζυγοστατήσαι ταύτην κατεποντίσθη (Δούκ. 41111).

[μτγν. ζυγοστατέω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγοσύνη η.
  • Ζυγός· κυριαρχία:
    • δεν ήθελες ανδρός την ζυγοσύνη (Διγ. O 1842).

[<ουσ. ζυγός + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες