Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζούρλια η [zúrla] Ο25α : 1. (σπάν.) ζούρλα. 2. (προφ., ως επίθ.) για κπ. ή για κτ. πολύ ωραίο, πολύ χαριτωμένο· μούρλια, τρέλα: Aγόρασα ένα φουστάνι ~.
[ζουρλ(αίνω) -ια (αναδρ. σχημ.)]



