Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζούπα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ζούπα η· τζούπα.
  • Είδος φορέματος, φούστα, μανδύας:
    • την ζούπαν τήν εφόρεις (Πουλολ. 179).

[<μεσν. λατ. jupa. Η λ. τον 7. αι. (LBG) και στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
ζουπάνος ο· ζούπανος.
  • Ηγεμόνας ή ανώτατος αξιωματούχος σλαβικού κράτους:
    • τους μεν κεφαλάδας κατέστησεν, άλλους δε ζουπαναίους τετίμηκε (Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΙΙΙ6‑7).

[<παλαιότ. σλαβ. župană. Η λ. το 10. αι. (LBG). Βλ. και Meursius (λ. ζούπα)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζουπάρης ο.
  • Ράφτης ειδικός για ζούπες (βλ. ά.):
    • Δεν έμαθα παπλωματάς … ουδέ ζουπάρης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1208).

[<μεσν. λατ. iuparius (έγγρ. 1301, Μανούσακας, Ντελλαπ., σ. 453)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες