Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζοχός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζοχός ο [zoxós] Ο17 & ζόχος ο [zóxos] Ο18 : είδος χόρτου που τρώγεται βρασμένο: Mαζεύω ζοχούς.

[μσν. ζοχός & ζόχος < ελνστ. σόγχος, με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-s > ton-z] και μετακ. του τόνου(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go