Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζοχάδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζοχάδα η [zoxáδa] Ο26 : (προφ.) 1. (συνήθ. πληθ.) αιμορροΐδες: Yποφέρω από / έχω ζοχάδες. 2. (μτφ.) κακή ψυχική διάθεση, που εκδηλώνεται με δυστροπία, με νευρική υπερδιέγερση: Mην τον ενοχλείς, γιατί έχει τις ζοχάδες του σήμερα. M΄ έπιασε μια ~ σήμερα! για τίποτα δεν είχα όρεξη κι όλα μου έφταιγαν. Είμαι στις ζοχάδες μου.

[εν. του μσν. ζοχάδες < *σοχάδες με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] < ελνστ. πληθ. ἐσοχάδες (< ἐσοχή) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζοχάδας ο [zoxáδas] Ο2 : (προφ.) άνθρωπος εξαιρετικά ιδιότροπος.

[ζοχάδ(α) -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go