Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζουπίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουπίζω [zupízo] -ομαι Ρ2.3 : ζουπώ.

[< *ζοπίζω (με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ) < αρχ.(;) *διοπίζω `βγάζω τον ὀπό, το χυμό΄ με τροπή [δi > z] (πρβ. διαβολιά > ζαβολιά)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go