Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουμίτσιν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζουμίτσιν το.
  • Ζουμάκι:
    • να έφαγα τα θρύμματα και να ’πια το ζουμίτσιν (Προδρ. IV 180 χφφ PK κριτ. υπ).

[<ουσ. ζουμίν + κατάλ. ίτσιν. Η λ. στο Du Cange (λ. ζούμι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες