Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμίν το· ζουμί· ζωμίν.
-
- α) Ζουμί, χυμός:
- κοπάνισον ροΐδιν … και το ζωμίν εκείνου ας το πίνει (Σταφ., Ιατροσ. 410)·
- β) ζωμός κρέατος ή ψαριού:
- κέφαλος …, συναγρίδα …, να έπια το ζωμίν των (Προδρ. IV 180).
[<μτγν. ουσ. ζωμίον. Ο τ. ζω‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ί και σήμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- α) Ζουμί, χυμός: