Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμ το [zúm] Ο (άκλ.) : α. φακός (σύστημα φακών) φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής του οποίου η εστιακή απόσταση μπορεί να αυξομειώνεται: Ένα παλιό μοντέλο μηχανής, χωρίς ~. || (ως επίθ.): Φακός ~. Mηχανή ~, εφοδιασμένη με ένα τέτοιο σύστημα φακών. β. συνεχής και βαθμιαία απομάκρυνση ή πλησίασμα μιας εικόνας που πετυχαίνεται με φακό ζουμ: Kάνω ~, ζουμάρω.
[λόγ. < αγγλ. zoom]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμάρω [zumáro] Ρ6α : φέρνω κοντύτερα ή απομακρύνω την εικόνα (μιας κινηματογραφικής κτλ. μηχανής), με κατάλληλο χειρισμό του φακού ζουμ.
[ζουμ -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμερός -ή -ό [zumerós] Ε1 : α. (για φρούτα, καρπούς κτλ.) που έχει πολύ χυμό· χυμώδης: Zουμερά λεμόνια / αχλάδια. β. (μτφ.) που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο: Λίγα λόγια, αλλά ζουμερά.
[μσν. ζουμερός < ζουμ(ί) -ερός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμί το [zumí] Ο43 : 1α. η ρευστή ουσία που παίρνουμε από μια φυτική τροφή (καρπό κτλ.), όταν τη συμπιέσουμε ή τη βράσουμε: Στύβουμε καλά τα λεμόνια, ώσπου να βγει όλο τους το ~, χυμός. Bράζουμε τα χόρτα και χύνουμε το ~ τους. β. ζωμός από βρασμένο κρέας: Περιχύνουμε τις πατάτες με ~ από κρέας, για να νοστιμίσουν. || Ο καφές / η σούπα είναι σκέτο ~, χωρίς τα απαραίτητα υλικά και συνεπώς άνοστα. ΦΡ βράζει στο ~ του, για κπ. που μάταια και χωρίς αποτέλεσμα ταλαιπωρείται, προσπαθώντας να κάνει κτ. με τα δικά του ανεπαρκή μέσα. τι είν΄ ο κάβουρας*, τι είναι το ~ του. || (χλευ., λαϊκ.) τον παίρνουν τα ζουμιά, αρχίζει να κλαίει. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ~, η ώριμη γυναίκα είναι, ως έμπειρη, περισσότερο θελκτική από ερωτική άποψη. 2. (προφ., μτφ.) α. η ουσία λόγου ή σκέψης: Λόγια χωρίς ~. Πολλά είπε αλλά το ~ είναι ένα. β. ωφέλιμο αποτέλεσμα ή κέρδος: (Δεν) έχει ~ η υπόθεση / η δουλειά.
ζουμάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ζουμί < ζουμίν < ζωμίν ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. ζωμίον (υποκορ. του αρχ. ζωμός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμίν το· ζουμί· ζωμίν.
-
- α) Ζουμί, χυμός:
- κοπάνισον ροΐδιν … και το ζωμίν εκείνου ας το πίνει (Σταφ., Ιατροσ. 410)·
- β) ζωμός κρέατος ή ψαριού:
- κέφαλος …, συναγρίδα …, να έπια το ζωμίν των (Προδρ. IV 180).
[<μτγν. ουσ. ζωμίον. Ο τ. ζω‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ί και σήμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- α) Ζουμί, χυμός:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμίτσιν το.
-
- Ζουμάκι:
- να έφαγα τα θρύμματα και να ’πια το ζουμίτσιν (Προδρ. IV 180 χφφ PK κριτ. υπ).
[<ουσ. ζουμίν + κατάλ. ‑ίτσιν. Η λ. στο Du Cange (λ. ζούμι)]
- Ζουμάκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμός ο,
- βλ. ζωμός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμπάς ο [zumbás] Ο1 : α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης.
[τουρκ. zιmba -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμποξίδης ο· θηλ. ζουμποξίδαινα.
-
- «Αυτός που πίνει (ακόμη και) ξίδι», μπεκρής:
- πόρνη, μεθύστρια, ζουμποξίδαινα (Συναδ. φ. 69v).
[<ζουμπώ (<ζουπώ, Κριαρ.) + ουσ. ξίδι]
- «Αυτός που πίνει (ακόμη και) ξίδι», μπεκρής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμπούλι το [zumbúli] Ο44 : είδος φυτού που καλλιεργείται για τα ωραία και ευωδιαστά άνθη του, και το άνθος του φυτού· υάκινθος.
ζουμπουλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. zümbül (sümbül) -ι, με υποκατάσταση [y > u] ]