Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουζούνισμα το [zuzúnizma] Ο49 : οξύς ήχος, ο οποίος μοιάζει με παρατεταμένο [z] και τον οποίο παράγουν κάποια έντομα, όταν πετούν.
[ζουζουνισ- (ζουζουνίζω) -μα]



