Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζουζουνίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουζουνίζω [zuzunízo] Ρ2.1α : (κυρ. για έντομο) παράγω οξύ ήχο, που μοιάζει με παρατεταμένο [z].

[ζουζούν(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go