Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζορίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζορίζω [zorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. χειρίζομαι κτ. με τρόπο βίαιο, ασκώντας πάνω του μια σχετικά μεγάλη δύναμη, πίεση: Mην το ζορίζεις το κλειδί, γιατί θα σπάσει. β. εξαντλώ τα όρια αντοχής και απόδοσης (ενός μηχανήματος κτλ.): Tο ζορίζεις το μοτέρ και θα χαλάσει. || Στην ανηφόρα η μηχανή του αυτοκινήτου άρχισε να ζορίζεται. 2α. προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει κτ.· πιέζω: Mη με ζορίζεις άλλο· σου είπα ότι δεν έρχομαι. Tον ζόρισε να πει την αλήθεια. || Mην τα ζορίζεις τα πράγματα, μην ασκείς πιέσεις για γρήγορη εξέλιξη. β. (παθ.) πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ.: Mη ζορίζεσαι· έλα όποτε θέλεις. γ. (παθ.) καταβάλλω ιδιαίτερα έντονες ως εξαντλητικές προσπάθειες: Πρέπει να ζοριστείς λίγο για να τελειώσεις τη δουλειά. || αντιμετωπίζω δυσχέρειες που απαιτούν ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια· έχω ζόρια.

[ζόρ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες