Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζητωκραυγή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζητωκραυγή η [zitokravjí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : ζωηρή εκδήλωση ενθουσιασμού με φωνές επιδοκιμασίας, θαυμασμού κτλ.: Tο πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές.

[λόγ. ζήτω + κραυγή, σφαλερή δημιουργία κατά το κατακραυγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go