Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζητιανιά η [zitxa
á] Ο24 : 1. η ενέργεια του ζητιανεύω ή του ζητιάνου· επαιτεία, ζητιάνεμα, διακονιά· (πρβ. ζήτα): Zούσε από τη ~. 2. (συνήθ. πληθ.) το να ζητάει κανείς από κπ. κτ. με τρόπο παρακλητικό σαν να ήταν ζητιάνος: Άσε τις ζητιανιές. [ζητιάν(ος) -ιά]