Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζητιανεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζητιανεύω [zitxanévo] Ρ5.2α : 1. ζητώ από κπ. μικρή υλική βοήθεια παρακαλώντας τον να με λυπηθεί (για τη φτώχεια, τη δυστυχία μου κτλ.)· επαιτώ, διακονεύω: Στέκεται στην άκρη του δρόμου και ζητιανεύει, ζητάει ελεημοσύνη. Γύριζαν στους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. 2. ζητώ από κπ. κτ. με τρόπο παρακλητικό, σαν ζητιάνος· (πρβ. εκλιπαρώ): Δεν πρόκειται να ζητιανέψουμε τη βοήθεια κανενός. Zητιανεύει την αγάπη της.

[ζητιάν(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go